ιώδιο

ιώδιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή ενώσεων· περιέχεται σε πολλές θερμοπηγές, στο θαλασσινό νερό, σε πολλά ορυκτά μαζί με άλλες ουσίες (π.χ. στο νίτρο της Χιλής)· στον φυτικό κόσμο συναντάται στα φαιοφύκη, ενώ στον ζωικό περιέχεται σε διάφορα όργανα, όπως στον θυρεοειδή αδένα των θηλαστικών. Το ι. ανακαλύφθηκε το 1811 από τον Κορτουά, κατά τις αναλύσεις του στις τέφρες μερικών θαλάσσιων φυκών. Παραλαμβάνεται με διάφορους τρόπους, όπως από το νίτρο της Χιλής με τη μορφή ιωδικού νατρίου, το οποίο στη συνέχεια ανάγεται προς μοριακό ι., από τέφρες θαλάσσιων φυκών με επίδραση με οξειδωτικά μέσα ή από τα απόνερα ορισμένων πετρελαίων με εκχύλιση. Το ι. είναι στερεή ουσία και κρυσταλλώνεται σε μικρά μελανόχρωμα λέπια με μεταλλική στιλπνότητα. Το σημείο τήξης του είναι 113,5°C και το σημείο βρασμού 184,35°C. Είναι αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό σε μη πολικούς διαλύτες όπως ο τετραχλωράνθρακας, καθώς και σε πολικούς διαλύτες όπως η αλκοόλη, ενώ ενώνεται απευθείας με το υδρογόνο και με πολλά άλλα στοιχεία· το χλώριο και το βρώμιο το αντικαθιστούν από τα άλατά του. Το μοριακό ι., ακόμα και σε ελάχιστη ποσότητα, δίνει μια χαρακτηριστική κυανή απόχρωση με ένα ψυχρό διάλυμα αμύλου (κολλοειδές άμυλο), χρώση που θεωρείται ότι οφείλεται στον σχηματισμό μιας ένωσης, εξαιτίας της προσρόφησης του ι. στο μακρομόριο του αμύλου. Το διαλυτό άμυλο χρησιμοποιείται, εξάλλου, ως δείκτης σε όλες τις αντιδράσεις, στις οποίες το τελικό σημείο συμπίπτει με τον σχηματισμό μοριακού ι. (εμφάνιση της κυανής απόχρωσης) ή με εξαφάνιση του μοριακού ι. (αποχρωματισμός του διαλύματος). Η βασική αντίδραση στην οποία χρησιμοποιείται το διαλυτό άμυλο είναι η τιτλοποίηση ενός διαλύματος μοριακού ι. με ένα τιτλοποιημένο διάλυμα μιας αναγωγικής ουσίας, ικανής να ανάγει το μοριακό ι. σε ιωδιούχο ιόν (I -)· το τέλος της αντίδρασης οξειδοαναγωγής πιστοποιείται με την εξαφάνιση της κυανής χρώσης. Η ποσοτική αυτή μέθοδος του μοριακού ι. (ιωδομετρία) μπορεί με τη σειρά της να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης διαλυμάτων οξειδωτικών ή αναγωγικών ουσιών, από τις οποίες οι πρώτες είναι ικανές να ελευθερώσουν μοριακό ι. από ένα ιωδιούχο άλας και οι άλλες ικανές να ανάγουν το μοριακό ι. σε ιόν ι. Στην πρώτη περίπτωση τιτλοποιείται το απελευθερούμενο ι., στη δεύτερη αυτό παραμένει μετά την αναγωγή του σε ιόν ι. Το ι. έχει πολλαπλές χρήσεις: εφαρμόζεται στη φαρμακευτική ως αντισηπτικό, στη φωτογραφία με τη μορφή ιωδιούχου αργύρου, στις βιομηχανίες χρωμάτων και χρωστικών ουσιών, στη χημεία ως καταλύτης και για ογκομετρικές αναλύσεις, στη βιομηχανία λιπών κ.α. Το ραδιενεργό ισότοπο του ι. 131I, που έχει ημιπερίοδο ζωής 8 ημερών, χρησιμοποιείται στην ιατρική ως ιχνηθέτης για τη διάγνωση και τη θεραπεία κακοηθών όγκων του θυρεοειδή. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής ι. είναι η Χιλή, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ιαπωνία και η Ινδονησία (Ιάβα). αριθμός ι. Ο αριθμός σε χιλιοστόγραμμα ι. που μπορεί να προστεθούν σε ένα γραμμάριο λιπαρής ουσίας. Ο αριθμός ι. επιτρέπει τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας ενός λίπους ή ελαίου σε ακόρεστα οξέα, γιατί το ι. (όπως και άλλα αλογόνα) προστίθεται στους διπλούς δεσμούς που υπάρχουν στο μόριο. (Ιατρ.) Στον ανθρώπινο οργανισμό το ι. βρίσκεται στο μόριο μερικών αμινοξέων της ορμόνης του θυρεοειδούς. Το ι. συσσωρεύεται κατά μεγάλο μέρος στον θυρεοειδή, όπου μεταβολίζεται για τον σχηματισμό της ειδικής ορμόνης· η ποσότητα, η ταχύτητα και η κατανομή αυτής της συσσώρευσης στον αδένα υπολογίζονται σήμερα εύκολα με τη χρήση του ραδιενεργού ι. ενώ συγχρόνως προσφέρονται πολύτιμες πληροφορίες για τη λειτουργία και την παθολογοανατομική εικόνα του θυρεοειδούς. Στη φαρμακολογία, θεωρείται καλό αντισηπτικό το αλκοολικό διάλυμα του ι. (βάμμα) για τοπική εξωτερική χρήση. Διά της εσωτερικής οδού χρησιμοποιούνται ιωδιούχα σκευάσματα, που ρευστοποιούν τις εκκρίσεις των βρόγχων ή καταστέλλουν την παραγωγή θυρεότροπης ορμόνης από την υπόφυση, κυρίως όμως χρησιμοποιούνται για την πρόληψη και τη θεραπεία της μυξοιδηματικής βρογχοκήλης σε περιοχές όπου το νερό δεν περιέχει επαρκείς ποσότητες ι. Στον υπερθυρεοειδισμό και στους όγκους του θυρεοειδούς χρησιμοποιείται σήμερα το ραδιενεργό ι. Μερικά άτομα δεν ανέχονται το ι. και παρουσιάζουν, ακόμα και σε πολύ μικρές δόσεις, ελαφρά συμπτώματα δηλητηρίασης· πολύ μεγάλες δόσεις προκαλούν παθολογικές εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα και αλλοιώσεις του δέρματος (ιωδισμός). Παραγωγή ιωδίου από το νίτρο της Χιλής, σε κάμινο εξάχνωσης του στοιχείου.
* * *
το χημ.
αμέταλλο χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iode < ἰώδης (< ἴον «βιολέτα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιώδιο — το αμέταλλο στοιχείο που ανήκει στην ομάδα των αλογόνων: Βάμμα του ιωδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • αλογόνα — Τα στοιχεία της VII a ομάδας του περιοδικού πίνακα (17η)· κατά σειρά το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και το άστατο. Η ονομασία τους προέρχεται από τις λέξεις άλας + γεννώ και ονομάστηκαν έτσι γιατί λόγω της μεγάλης δραστικότητάς τους… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • ιωδιούχος — ο (για χημικές ενώσεις ή φάρμακα) αυτός που περιέχει ιώδιο, όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει μια ένωση τού ιωδίου με ένα άλλο χημικό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iodide < iod (< γαλλ …   Dictionary of Greek

  • ιωδισμός — ὁ ιατρ. οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση τού οργανισμού με ιώδιο ή ιωδιούχα παρασκευάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iodisme < iode «ιώδιο»] …   Dictionary of Greek

  • ιωδοξικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου CH2ICOOH, παράγωγο του οξικού οξέος, που περιέχει ιώδιο. Είναι σώμα κρυσταλλικό, με σημείο τήξης 82 83°C και παρασκευάζεται με θέρμανση οξικού ανυδρίτη με ιώδιο, παρουσία ιωδικού οξέος. Χρησιμοποιείται στις βιοχημικές και… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”